- σαραβαλιάζω
- σαραβάλιασα, σαραβαλιάστηκα, σαραβαλιασμένος1. μτβ., κάνω κάτι σαράβαλο, διαλύω, ξεχαρβαλώνω: Το σαραβάλιασε κιόλας το αυτοκίνητο.2. αμτβ., γίνομαι σαράβαλο: Αυτοκίνητο σαραβαλιασμένο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.